- μικροτηλέφωνο
- τοτηλεπ. μέρος τής σύγχρονης τηλεφωνικής συσκευής το οποίο συνδυάζει μέσα σε άκαμπτη λαβή το τηλεφωνικό ακουστικό και το μικρόφωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microtelephone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek